Translate ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Ο δρόμος του Μάγου 2ο Μάθημα


Για να επιστρέψει στη ζωή μας η μαγεία, πρέπει να επιστρέψει πρώτα η αθωότητα.

Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του μάγου είναι η μεταμόρφωση.


Κάθε πρωί, ο μικρός Αρθούρος κατέβαινε σ' ένα ρυάκι μες στο δάσος για να πλυθεί. Όπως όλα τα αγόρια της ηλικίας του, δεν επιδείκνυε μεγάλη προθυμία στην εκτέλεση αυτού του καθήκοντος. Αποσπούσαν συνήθως την προσοχή του τα σκιουράκια, τα τιτιβίσματα των πουλιών ή οτιδήποτε άλλο έμοιαζε να 'χει περισσότερο ενδιαφέρον απ' το νερό και το σαπούνι.

Ο Μέρλιν δεν σκοτιζόταν πολύ για τη βρόμα και το χώμα που κάλυπτε σιγά-σιγά το νεαρό μαθητή του απ' την κορφή ως τα νύχια. Κάποια μέρα, όμως, ξέσπασε: "Κοντεύουν να φυτρώσουν φασόλια πίσω απ' τ' αυτιά σου! Δεν καταλαβαίνω γιατί πηγαίνεις στο ρυάκι, αφού δεν κάνεις τίποτα εκεί".

Ο Αρθούρος κατέβασε το κεφάλι. "Δεν τολμούσα να σ' το πω, Μέρλιν. Όταν, όμως, σκύβω πάνω απ' το νερό, δεν μπορώ να δω το πρόσωπό μου κι έτσι δεν βλέπω πού πρέπει να πλυθώ. Δεν ξέρω ούτε καν πώς είμαι."

Σηκώνοντας ξανά το βλέμμα, το αγόρι είδε, προς μεγάλη του έκπληξη, τον Μέρλιν να λαμποκοπάει από χαρά. "Πάρε αυτό", του είπε κι απόθεσε στη χούφτα του ένα μεγάλο σμαράγδι (αργότερα ο Αρθούρος θα το χρησιμοποιούσε για να διασχίζει πηδώντας το νερό). "Νόμιζα ότι η ανυπακοή σου μαρτυρούσε μια απώλεια της αθωότητας, αλλά τώρα βλέπω ότι έκανα λάθος. Χωρίς αντανάκλαση δεν έχεις εικόνα του εαυτού σου. Μόνο όταν δεν σε αποσπά η εικόνα του εαυτού σου, μπορείς να βρίσκεσαι στην κατάσταση της αθωότητας."

Ο δρόμος του Μάγου 1ο μάθημα

Υπάρχει μια διδασκαλία που ονομάζεται ο δρόμος του μάγου", είπε ο Μέρλιν. "Έχεις ακούσει ποτέ γι' αυτήν;"

Ο μικρός Αρθούρος σήκωσε το κεφάλι του. Εδώ και ώρα προσπαθούσε να ανάψει φωτιά, μα δεν τα κατάφερνε. Εκείνα τα υγρά ανοιξιάτικα πρωινά στη Δυτική Χώρα δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση το άναμμα της φωτιάς.

"Όχι, ποτέ", αποκρίθηκε ο Αρθούρος, αφού το σκέφτηκε για μια στιγμή. "Θες να πεις ότι οι μάγοι ακολουθούν άλλο δρόμο από εμάς;

"Όχι, τον ίδιο ακριβώς μ' εμάς", είπε ο Μέρλιν. Μ' ένα κοφτό χτύπημα των δακτύλων του πυροδότησε το βρεγμένο προσάναμμα που  είχε μαζέψει ο Αρθούρος, καθώς είχε κουραστεί να παρακολουθεί τις αδέξιες απόπειρες του αγοριού. Αμέσως ξεπήδησε μια φλόγα απ’ την εστία. Ο Μέρλιν άνοιξε ύστερα τις παλάμες του κι εμφάνισε εκ του μηδενός την τροφή τους: δυο γλυκοπατάτες και μια χούφτα άγρια μανιτάρια. "Αν θέλεις, τρύπησέ τα με ξυλάκια και μετά ψήσ’ τα."

Ο Αρθούρος έγνεψε καταφατικά. Ήταν περίπου δέκα χρονών κι ο μόνος άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ ήταν ο Μέρλιν. Βρισκόταν κοντά του, από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Θα πρέπει να είχε μητέρα, αλλά δεν υπήρχε ούτε μια αμυδρή εικόνα της, καταγραμμένη στη μνήμη του.

Ο γέροντας με την πλούσια λευκή γενειάδα είχε διεκδικήσει το βασιλικό μωρό, λίγες μόνο ώρες αφότου γεννήθηκε.