Πλωτίνος: περί της φιλοσοφίας του ωραίου
Π λ ω τ ί ν ο ς
(204–270 μ.Χ.)
«Ποτέ το μάτι δεν θα μπορούσε να δει τον ήλιο,
αν δεν ήταν ηλιοειδές [=αν δεν διέθετε ηλιακή
μορφή ή φύση], ούτε η ψυχή θα μπορέσει να α–
ντικρίσει το ωραίο, αν δεν έχει γίνει πρώτα ωραί–
Περί του ωραίου
§1
Θεμελιώδης πεποίθηση του Πλωτίνου ήταν ότι ο άνθρωπος φέρει μέσα του το θείοκαι αξίζει, εφόσον αποκτά επίγνωση αυτού, να προσ (ς)-παθεί να το συμφιλιώνει με το θείο του σύμπαντος. Όντας ο τελευταίος διανοητής της αρχαιότητας, ο Πλωτίνος επιδίδεται στη ζήτηση του πραγματικού εαυτού και
σαν τον γλύπτη, που προσπαθεί να αποτυπώσει σε ένα κομμάτι πέτρα τη
μορφή που θα φέρει στο φως την αυθεντική, την ιδεατή ομορφιά, δηλαδή το νοητό κάλλος, επιχειρεί μέσα στο έργο του να φιλοτεχνήσει την πνευματική άσκηση της ψυχής. Τι σημαίνει η τελευταία τούτη φράση; Πως η ψυχή δεν έρχεται σε ύπαρξη παρά ως μια κίνηση αυτοκάθαρσης του εαυτού από καθετί το ανοίκειο,
δηλαδή φόβους, κόπους, εμπειρίες, οδύνες κ.λπ., και ανύψωσης στο
επίπεδο του νου, του πνεύματος του καθαρού νοείν. Η Ψυχή, όπως επίσης το
Πνεύμα και το Ον, έχουν την εκπήγασή τους από το Ένα. Η αισθητικότητα είναι εικόνα του εαυτού της ψυχής. Τούτο σημαίνει ότι η ψυχή δεν είναι αποστασιοποιημένη από το αισθητό ή υποστασιοποιημένη προβολή πάνω από το αισθητό, αλλά εισχωρεί ωςκαθαρτική κίνηση σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και μέχρι τα φυτά, για να δημιουργήσει ένα νέο ον. Η πορεία προς μια τέτοια δημιουργία συνιστά πορεία ανύψωσης της ψυχής προς το ωραίο, ήτοι επιστροφής στο θείο.