Αἶξ και όνος Αἰσώπου Μῦθοι
Ένας άνθρωπος είχε μια κατσίκα κι έναν γάιδαρο.
Φαίνεται πως περισσότερο του χρειαζόταν ο γάιδαρος, γι’ αυτό και τον τάιζε καλύτερα παρά την κατσίκα.
Η κατσίκα ζηλοφθονούσε τον γάιδαρο, οπότε σκέφθηκε το εξής για να βγάλει το φθόνο της:
πήγε
και του είπε: “γάιδαρε, τι την θέλεις τέτοια ζωή; σε έχουνε δεμένο και
κάνεις όλες τις βαριές δουλειές: άλλοτε γυρίζεις τη μυλόπετρα, άλλοτε
κουβαλάς φορτία, σε χτυπάνε για να περπατάς…
Εγώ βλέπω μόνο έναν τρόπο να γλυτώσεις από τα βάσανά σου: να σαλτάρεις και να πέσεις σε ένα γκρεμό, τότε θα βρεις ανάπαυση”.
Ο γάιδαρος σκέφτηκε “καλά μου λέει! Ζωή είναι αυτή, όλο βαριές δουλειές και βάσανα;” και πήγε έπεσε σε ένα γκρεμό.
Έτσι όπως έπεσε όμως τραυματίστηκε, αλλά δεν ξεψύχησε.
Τότε το αφεντικό του φώναξε έναν κτηνίατρο για να σώσει τον γάιδαρο, που τον είχε ανάγκη.
Ο
κτηνίατρος είπε πως ο μόνος τρόπος για να σωθεί ο γάιδαρος ήταν να
φτιάξει σούπα από κατσίκας πνευμόνι και να δίνει στον γάιδαρο.
Έτσι, έσφαξαν την κατσίκα και θεράπευσαν το γαϊδούρι με τη σούπα από το πνευμόνι της.
Αίσωπος