Όσοι δεν έζησαν έστω και μια μεγάλη προσδοκία στην ζωή τους,
δε μπορούν να καταλάβουν την σημαίνει να περιμένεις τον «βασιλιά» σου στην πόλη
της καρδιάς σου. Ο Χριστός εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα κι ένα πλήθος που
πανηγυρικά ζητωκραυγάζει τον υποδέχεται. Πετάει τα ρούχα του, στρώνει Βάια και
κλάδους ελιάς φωνάζοντας «ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος».
Αυτή είναι η μια εικόνα. Γιατί μέσα σε ελάχιστες ώρες το
σκηνικό θα αλλάξει. Η ζητωκραυγές ελπίδας και χαράς θα γίνουν μίσος και κακία.
Η πανηγυρική υποδοχή θα μετατραπεί σε αιμοσταγή αίτημα θανάτωσης του Ιησού. Τι
συνέβη άραγε; Πως μέσα σε τόσες λίγες ώρες ένα πλήθος ανθρώπων που υποδέχεται
τον Χριστό ως Μεσσία τον αποστρέφεται έως θανάτου;
Όταν η πίστη μας σε έναν άνθρωπο, σε μια ιδέα, σε έναν έρωτα
ή στον Θεό, είναι ένας άκρατος φαντασιακός συναισθηματισμός τότε απέχει μια
ελάχιστη στιγμή από το μηδέν του θανάτου. Εάν το συναίσθημα και μόνο κυριαρχεί
τότε όλα είναι ευμετάβλητα. Τα πάντα κινούνται στην ρωγμή της διάθεσης μας. Γι αυτό
μπορεί να σε αγαπώ όταν νιώθω καλά, μα στα δύσκολα να σε εγκαταλείπω, παίρνοντας
μαζί μου όλους τους όρκους αφοσίωσης που σου έδωσα. Ας μην ξεχνάμε, ότι ο
προδότης είναι εκείνος που κάποτε μας έδινε όρκους αιώνιας αγάπης.
Τι περιμένει λοιπόν το πλήθος από τον Χριστό; Να τον στέψει
βασιλέα. Ένα βασιλιά που θα λύτρωνε τον ιουδαϊκό λαό από τον ρωμαϊκό ζυγό. Από την
πείνα, την εξαθλίωση, την αδικία και τυραννία. Πίστευαν ότι ο Χριστός είναι
αυτός που θα τους λυτρώσει. Πως όμως; Όπως
εκείνοι είχαν φανταστεί. Με δύναμη, επιβολή, όπλα, λεγεώνες και άρματα, αίμα
και βία.
Ο Χριστός όμως δεν ενσαρκώνει τις προσδοκίες τους. Δεν ήταν
εκείνος που πίστεψαν και θέλησαν να είναι. Ο Χριστός ήταν αλλιώς. Ήρεμος,
αγνός, ταπεινός και γεμάτος αγάπη. Δεν χρησιμοποιούσε βία, ούτε ήθελε την
επιβολή της εξουσίας, δεν είχε έρθει να φέρει πόλεμο με όπλα, οχυρά και κάστρα,
με αίμα και κραυγές πόνου, ότι δηλαδή συνιστά τον παραλογισμό ενός πολέμου.