Στο
δρόμο σου χρειάστηκε να σε αμφισβητήσουν πολλοί, να σου πουν πως δεν
αξίζεις, δε θα αντέξεις, δε θα τα καταφέρεις. Ένιωθες τα σωθικά σου να
καίγονται -χωρίς να ξέρεις το γιατί- κάθε φορά που κάτι σε έσπρωχνε να
προχωρήσεις ένα βήμα μπροστά ενώ οι γύρω σου προσπαθούσαν να σε
τραβήξουν για να κάνεις δύο βήματα πίσω.
Καιγόσουν από μια φωτιά που σε ανάγκαζε να μη λιγοψυχάς, να επιμένεις με πείσμα και θράσος.
Να μην το βάζεις κάτω, να μη βολεύεσαι.
Πεισματική άρνηση να θάψεις τα όνειρά σου.
Να μην αγνοείς τη δύναμή σου, να γυρνάς την πλάτη στην παράνοια, να βρίσκεις παράλογο ένα κόσμο που ευχαριστιέται να πληγώνει ανθρώπους, έναν γκρίζο κόσμο που θεωρεί αυτονόητο το ψέμα και την υποκρισία, που ηδονίζεται με την αποτυχία και φθονεί την επιτυχία του διπλανού του.
Σου πήρε καιρό, μα τελικά κατάλαβες πως δε θα προσαρμοστείς ποτέ σε μια κοινωνία, που τα θεμέλιά της έχουν σαπίσει και τρίζουν.
Ήσουν
για χρόνια στο κενό, ψάχνοντας την έξοδο, καθώς πνιγόσουν μέσα σε δήθεν
σχέσεις, σε δήθεν παρέες, σε δήθεν σ’ αγαπώ που ούρλιαζαν απελπισία.
Αναρωτήθηκες πολλές φορές αν είσαι εσύ ο αλλόκοτος, ο παράξενος, ο
υπερβολικά ρομαντικός ή ο απόλυτα ψυχρός. Μα τώρα ξέρεις.
Το
βλέπεις πια, πως μόνο η αγάπη μπορεί να γαληνέψει την ψυχή σου. Τα
αυτιά σου επιλέγουν να ακούσουν μόνο αλήθειες και τα μάτια σου να
συναντήσουν μόνο φωτεινά βλέμματα. Δεν είναι τείχη αυτά που έχεις
σηκώσει γύρω σου. Είναι τα όρια σου, που έθεσες μετά από βαθιά κι
επίπονη αναζήτηση του εαυτού σου. Δεν προτίθεσαι να επιτρέψεις να τα
περάσει κανείς που δε θεωρείς άξιο γι’ αυτό.
Γιατί
ερωτεύτηκες τη μοναξιά σου, την πιο δύσκολη ερωμένη. Είναι ζόρικη,
απαιτητική και δύστροπη. Δύσκολα την κουμαντάρεις. Θα σε βρει ενώ
ξοδεύεις το χρόνο σου μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή, κρατώντας ένα
βιβλίο που σου μαθαίνει κόσμους που δε γνώριζες ή μέσα σε ένα ασφυκτικά
γεμάτο μπαρ. Θα τα βάλει μαζί σου, όταν θα αποκοιμιέσαι μόνος σου στον
καναπέ ή αγκαλιά με το σύντροφό σου στο διπλό σας κρεβάτι.