Πόσες
φορές δεν ακούω μέσα μου αυτή τη φωνή που μου λέει πόσο ανάξιος,
ανίκανος και άχρηστος είμαι. Μια φωνή που μου επισημαίνει συνεχώς τα
λάθη μου και δεν μ’ αφήνει να χαρώ με αυτά που έχω στη ζωή μου, με αυτά
που έχω καταφέρει. Μια φωνή που δεν μου επιτρέπει να νιώσω ότι είμαι
καλά έτσι ακριβώς όπως είμαι.
Αυτή η φωνή είναι η φωνή των γονιών, των δασκάλων, των σημαντικών
ανθρώπων στη ζωή μου που από μικρό παιδί προσπαθούσαν να με βάλουν στο
σωστό δρόμο ώστε να γίνω καλός και χρήσιμος άνθρωπος όπως εκείνοι το
εννοούσαν. Η πρόθεσή τους ήταν καλή, ήθελαν το καλό μου. Ήθελαν να
προοδεύσω στη ζωή μου, να επιτύχω, και φυσικά να τους βγάλω
ασπροπρόσωπους. Ο δρόμος όμως προς την κόλαση είναι γεμάτος καλές
προθέσεις.
Αυτοί οι άνθρωποι με τις καλές προθέσεις δεν ήξεραν ότι όταν με
διόρθωναν, με επέκριναν, μου επισήμαιναν συνεχώς τα λάθη μου όταν ήμουν
ακόμα παιδί, θα δημιουργούσαν έναν άνθρωπο με κομμένα φτερά. Έναν
άνθρωπο που δεν πιστεύει αρκετά στην αξία του, δεν εκτιμά όσο χρειάζεται
τον εαυτό του και δυσκολεύεται να ξεδιπλώσει τις δυνατότητές του.
Αυτοί οι άνθρωποι με τις καλές προθέσεις, δεν ήξεραν ότι αυτό που
χρειαζόμουν είναι να μ’ εμπιστευτούν, να με ενθαρρύνουν, να πιστέψουν
ότι θα τα καταφέρω. Να μ’ αφήσουν να κάνω λάθη, ώστε να δυναμώσω και να
σταθώ στις δικές μου δυνάμεις. Να μ’ αφήσουν να ονειρευτώ και να
κυνηγήσω τα όνειρά μου.
Αυτοί οι άνθρωποι με τις καλές προθέσεις, ήθελαν να με προστατέψουν
απ’ αυτό που ήμουν. Τι ήμουν; Τίποτα το τρομακτικό… Aπλά διαφορετικός
από εκείνους. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος όπως όλοι μας. Έπρεπε όμως να
τους μοιάσω, να θέλω αυτά που ήθελαν εκείνοι, να κάνω αυτά που θεωρούσαν
εκείνοι σωστά, να ζήσω όπως εκείνοι επιθυμούσαν, μακριά απ’ τις δικές
μου ανάγκες, αποξενωμένος απ’ τον εαυτό μου. Ήθελαν να με εξουσιάσουν,
να με κάνουν μαριονέτα τους, να πάρουν αξία απ’ τις δικές μου επιτυχίες,
να είναι περήφανοι γιατί το παιδί τους πέτυχε άρα ήταν κι αυτοί σωστοί
γονείς και δάσκαλοι.