Ο δρόμος του Μάγου 1ο μάθημα
Ο μικρός Αρθούρος σήκωσε το κεφάλι του. Εδώ και ώρα προσπαθούσε να ανάψει φωτιά, μα δεν τα κατάφερνε. Εκείνα τα υγρά ανοιξιάτικα πρωινά στη Δυτική Χώρα δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση το άναμμα της φωτιάς.
"Όχι, ποτέ", αποκρίθηκε ο Αρθούρος, αφού το
σκέφτηκε για μια στιγμή. "Θες να πεις ότι οι μάγοι ακολουθούν άλλο δρόμο
από εμάς;
"Όχι, τον ίδιο ακριβώς μ' εμάς", είπε ο Μέρλιν. Μ'
ένα κοφτό χτύπημα των δακτύλων του πυροδότησε το βρεγμένο προσάναμμα που είχε μαζέψει ο Αρθούρος, καθώς είχε κουραστεί
να παρακολουθεί τις αδέξιες απόπειρες του αγοριού. Αμέσως ξεπήδησε μια φλόγα
απ’ την εστία. Ο Μέρλιν άνοιξε ύστερα τις παλάμες του κι εμφάνισε εκ του μηδενός
την τροφή τους: δυο γλυκοπατάτες και μια χούφτα άγρια μανιτάρια. "Αν
θέλεις, τρύπησέ τα με ξυλάκια και μετά ψήσ’ τα."
Ο Αρθούρος έγνεψε καταφατικά. Ήταν περίπου δέκα χρονών κι ο
μόνος άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ ήταν ο Μέρλιν. Βρισκόταν κοντά του, από
τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Θα πρέπει να είχε μητέρα, αλλά δεν υπήρχε ούτε
μια αμυδρή εικόνα της, καταγραμμένη στη μνήμη του.
Ο γέροντας με την πλούσια λευκή γενειάδα είχε διεκδικήσει το
βασιλικό μωρό, λίγες μόνο ώρες αφότου γεννήθηκε.