ΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ ΣΤΗΝ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΥ
ΤΟ
ΑΠΕΙΡΟΝ, συμφώνως προς τον Αναξίμανδρο, αποτελεί τον παράγοντα από τον οποίο
προέρχονται και στον οποίο καταλήγουν τα όντα μετά τον θάνατό τους, συμφώνως
προς την δύναμη της ανάγκης.
Ουσιαστικά δηλαδή, το άπειρον λειτουργεί σαν ένα αρχικό υπόστρωμα από το οποίο προέρχεται η γένεση, η μεταβολή και ο θάνατος των όντων.
Ουσιαστικά δηλαδή, το άπειρον λειτουργεί σαν ένα αρχικό υπόστρωμα από το οποίο προέρχεται η γένεση, η μεταβολή και ο θάνατος των όντων.
Ο
Σιμπλίκιος μάλιστα, αναζητώντας τα αίτια της θεωρήσεως του απείρου ως αρχής των
όντων, επισημαίνει ότι ο Αναξίμανδρος αφού παρετήρησε τις αλληλομετατροπές που
υφίστανται τα τέσσερα στοιχεία (πύρ, αήρ, ύδωρ, γη), θεώρησε αναγκαία την
ύπαρξη ενός αναλλοίωτου αρχικού υποκειμένου που δεν σχετίζεται με αυτά (Σιμπλικίου, Εις Φυσικά, 24,13 κ.ε. Αναξ.
Α΄ 9). Επομένως
το άπειρον δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως η υλική αρχή του κόσμου, αλλά ως μία
αρχή που έχει όλα εκείνα τα γνωρίσματα του ακαθορίστου.
Έτσι
διαπιστώνεται υπό του Αναξιμάνδρου ότι το ακαθόριστο εκδηλώνεται, πλην όμως δεν
μπορεί να μιλήσει περί αυτής της εκδηλώσεως, εξ’ αιτίας του γεγονότος ότι ως
άπειρον δεν μετρείται, έτσι ώστε η ακαθόριστη αρχή δεν περιέχεται εντός του
γνωστικού πλαισίου (Ν.,
Γ., Πολίτου, 2004, σ. 99).
Τα
κυριώτερα χαρακτηριστικά του αναξιμάνδρειου απείρου όπως μας τα μεταφέρει ο
Αριστοτέλης (Αριστοτέλους Φυσικής Ακροάσεως, 203 b, 6-14) είναι τα εξής: